επαναπατρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επαναπατρίζομαι < επί + ανά + πατρίς

Ρήμα[επεξεργασία]

επαναπατρίζομαι

ο ασθενής θα επαναπατρισθεί με ειδικό αεροπλάνο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]