επιμαρτυρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιμαρτυρώ < αρχαία ελληνική ἐπιμαρτῠρέω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιμαρτυρώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επιμαρτυρώ | επιμαρτυρούσα | θα επιμαρτυρώ | να επιμαρτυρώ | επιμαρτυρώντας | |
β' ενικ. | επιμαρτυρείς | επιμαρτυρούσες | θα επιμαρτυρείς | να επιμαρτυρείς | (επιμαρτύρει) | |
γ' ενικ. | επιμαρτυρεί | επιμαρτυρούσε | θα επιμαρτυρεί | να επιμαρτυρεί | ||
α' πληθ. | επιμαρτυρούμε | επιμαρτυρούσαμε | θα επιμαρτυρούμε | να επιμαρτυρούμε | ||
β' πληθ. | επιμαρτυρείτε | επιμαρτυρούσατε | θα επιμαρτυρείτε | να επιμαρτυρείτε | επιμαρτυρείτε | |
γ' πληθ. | επιμαρτυρούν(ε) | επιμαρτυρούσαν(ε) | θα επιμαρτυρούν(ε) | να επιμαρτυρούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επιμαρτύρησα | θα επιμαρτυρήσω | να επιμαρτυρήσω | επιμαρτυρήσει | ||
β' ενικ. | επιμαρτύρησες | θα επιμαρτυρήσεις | να επιμαρτυρήσεις | επιμαρτύρησε | ||
γ' ενικ. | επιμαρτύρησε | θα επιμαρτυρήσει | να επιμαρτυρήσει | |||
α' πληθ. | επιμαρτυρήσαμε | θα επιμαρτυρήσουμε | να επιμαρτυρήσουμε | |||
β' πληθ. | επιμαρτυρήσατε | θα επιμαρτυρήσετε | να επιμαρτυρήσετε | επιμαρτυρήστε | ||
γ' πληθ. | επιμαρτύρησαν επιμαρτυρήσαν(ε) |
θα επιμαρτυρήσουν(ε) | να επιμαρτυρήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω επιμαρτυρήσει | είχα επιμαρτυρήσει | θα έχω επιμαρτυρήσει | να έχω επιμαρτυρήσει | ||
β' ενικ. | έχεις επιμαρτυρήσει | είχες επιμαρτυρήσει | θα έχεις επιμαρτυρήσει | να έχεις επιμαρτυρήσει | ||
γ' ενικ. | έχει επιμαρτυρήσει | είχε επιμαρτυρήσει | θα έχει επιμαρτυρήσει | να έχει επιμαρτυρήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε επιμαρτυρήσει | είχαμε επιμαρτυρήσει | θα έχουμε επιμαρτυρήσει | να έχουμε επιμαρτυρήσει | ||
β' πληθ. | έχετε επιμαρτυρήσει | είχατε επιμαρτυρήσει | θα έχετε επιμαρτυρήσει | να έχετε επιμαρτυρήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν επιμαρτυρήσει | είχαν επιμαρτυρήσει | θα έχουν επιμαρτυρήσει | να έχουν επιμαρτυρήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιμαρτυρώ
|