ζαβά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζαβά < ζαβός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ζαβά
- (οικείο) ή (λαϊκότροπο) ανόητα, ηλίθια
- φέρθηκε πολύ ζαβά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζαβά
→ δείτε τη λέξη ανόητα |
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ζαβά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζαβό