καλοπαντρεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
καλοπαντρεύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος καλοπαντρεύω: κάνω έναν πετυχημένο γάμο (λέγεται συνήθως για γυναίκα}
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη καλοπαντρεύω