καταβαραθρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καταβαραθρώνω < κατα- + βαραθρώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική abîmer)

Ρήμα[επεξεργασία]

καταβαραθρώνω (παθητική φωνή: καταβαραθρώνομαι)

  1. ρίχνω κάποιον/κάτι σε ένα βάραθρο
  2. (μεταφορικά) προκαλώ την πτώση κάποιου σε πολύ χαμηλά επίπεδα ή την πλήρη απαξίωση ή αποτυχία ή καταστροφή του
    τα νέα μέτρα καταβαράθρωσαν τη δημοτικότητα του πρωθυπουργού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]