κομματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κομματικά < κομματικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
κομματικά
- από κομματικής πλευράς ή απόψεως
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κομματικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
κομματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κομματικός