κοντράτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κοντράτο ουδέτερο
- το συμφωνητικό, η συμφωνία, το συμβόλαιο
- Αφού στο υποσχέθηκα ότι θα παντρευτούμε, κοντράτο θες να κάνουμε τώρα;
- Έχε του εμπιστοσύνη. Ο λόγος του είναι κοντράτο!