κυβεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυβεύω < αρχαία ελληνική κυβεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
κυβεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυβεύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυβεύω < κύβος
Ρήμα[επεξεργασία]
κυβεύω
- παίζω ζάρια
- ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω
- (+αιτιατική προσώπου) εξαπατώ