μακρύτερο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μακρύτερο
- αιτιατική ενικού του μακρύτερος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μακρύτερος
- (σκωπτικά) το πέος - απ' τα τρία το μακρύτερο, φάγαμε το μακρύτερο