μελωδώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μελωδώ < αρχαία ελληνική μελῳδέω

Ρήμα[επεξεργασία]

μελωδώ

  1. είμαι μελωδός
  2. υμνολογώ
  3. ψάλλω, τραγουδώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]