μερεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μερεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μερεύω < ἡμερεύω (ημερεύω) με αποβολή του αρχικού άτονου φωνήεντος < ἤμερος
Ρήμα[επεξεργασία]
μερεύω (προφορικό, λαϊκότροπο)
- (μεταβατικό) κάνω ήμερο, ημερεύω
- ※ Απ' τα βάθη του καιρού ερχόταν η ζέστη του ανθρώπου που κάποτε μέρεψε κ' ευλόγησε με το μόχθο του αυτή τη γη. (Ηλίας Βενέζης (1937) Γαλήνη [μυθιστόρημα])
- (αμετάβατο) γίνομαι ήρεμος, ηρεμώ
- ※ Άιντε πήγαινε επί τέλους, βρε κοπέλα μου, άφησέ τους στην ησυχία τους να το πάρουν απόφαση πως έφυγες και να μερέψουν, να ησυχάσουν κομμάτι. (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μερεύω
→ δείτε τη λέξη ημερεύω |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
μερεύω
- άλλη μορφή του ἡμερεύω, 'μερεύγω: ησυχάζω, ηρεμώ
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ρήματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)