μοναχό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Μόναχο, μονάχο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

μοναχό αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του μοναχός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους (μοναχό) του μοναχός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

μοναχό αρσενικό