μονθυλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονθυλεύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

μονθυλεύω (& ὀνθυλεύω)

  1. μαγειρεύω
  2. βάζω γέμιση σε κρέας, παραγεμίζω
    Μονθυλεύω· οὕτω τινὲς τὸ μολύνοντα ταράττειν λέγουσιν, καὶ ἔστι δυσχερές. ἀπόρριπτε οὖν καὶ τοῦτο. (Φρύνιχος Αττικός, Εκλογαί, 333)

Συγγενικά[επεξεργασία]