μονιμοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονιμοποιώ < μόνιμος + -ο- + ποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

μονιμοποιώ (παθητική φωνή: μονιμοποιούμαι)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]