νοσηλεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοσηλεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος νοσηλεύω
Ρήμα[επεξεργασία]
νοσηλεύομαι, πρτ.: νοσηλευόμουν, στ.μέλλ.: θα νοσηλευτώ, αόρ.: νοσηλεύτηκα, μτχ.π.π.: νοσηλευμένος
- λαμβάνω ως άρρωστος συστηματική ιατρική φροντίδα, κυρίως από εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό
- (ειδικότερα) παραμένω ως εσωτερικός ασθενής σε νοσοκομείο ή άλλο νοσηλευτήριο
- ο ασθενής μετά την επέμβαση νοσηλεύτηκε για πέντες ημέρες στη χειρουργική κλινική του νοσοκομείου μας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοσηλεύομαι
|