ξέγνοιαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξέγνοιαστα < ξέγνοιαστος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ξέγνοιαστα
- ανέμελα, χωρίς σκοτούρες, ανάλαφρα, διασκεδαστικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξέγνοιαστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ξέγνοιαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξέγνοιαστο