οκνεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οκνεύω < μεσαιωνική ελληνική οκνεύω < αρχαία ελληνική ὀκνηρεύω / ὀκνέω < ὄκνος
Ρήμα[επεξεργασία]
οκνεύω
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | οκνεύω | όκνευα | θα οκνεύω | να οκνεύω | οκνεύοντας | |
β' ενικ. | οκνεύεις | όκνευες | θα οκνεύεις | να οκνεύεις | όκνευε | |
γ' ενικ. | οκνεύει | όκνευε | θα οκνεύει | να οκνεύει | ||
α' πληθ. | οκνεύουμε | οκνεύαμε | θα οκνεύουμε | να οκνεύουμε | ||
β' πληθ. | οκνεύετε | οκνεύατε | θα οκνεύετε | να οκνεύετε | οκνεύετε | |
γ' πληθ. | οκνεύουν(ε) | όκνευαν οκνεύαν(ε) |
θα οκνεύουν(ε) | να οκνεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | όκνευσα | θα οκνεύσω | να οκνεύσω | οκνεύσει | ||
β' ενικ. | όκνευσες | θα οκνεύσεις | να οκνεύσεις | όκνευσε | ||
γ' ενικ. | όκνευσε | θα οκνεύσει | να οκνεύσει | |||
α' πληθ. | οκνεύσαμε | θα οκνεύσουμε | να οκνεύσουμε | |||
β' πληθ. | οκνεύσατε | θα οκνεύσετε | να οκνεύσετε | οκνεύστε | ||
γ' πληθ. | όκνευσαν οκνεύσαν(ε) |
θα οκνεύσουν(ε) | να οκνεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω οκνεύσει | είχα οκνεύσει | θα έχω οκνεύσει | να έχω οκνεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις οκνεύσει | είχες οκνεύσει | θα έχεις οκνεύσει | να έχεις οκνεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει οκνεύσει | είχε οκνεύσει | θα έχει οκνεύσει | να έχει οκνεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε οκνεύσει | είχαμε οκνεύσει | θα έχουμε οκνεύσει | να έχουμε οκνεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε οκνεύσει | είχατε οκνεύσει | θα έχετε οκνεύσει | να έχετε οκνεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν οκνεύσει | είχαν οκνεύσει | θα έχουν οκνεύσει | να έχουν οκνεύσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οκνεύω
|