οκνεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οκνεύω < μεσαιωνική ελληνική οκνεύω < αρχαία ελληνική ὀκνηρεύω / ὀκνέω < ὄκνος

Ρήμα[επεξεργασία]

οκνεύω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]