ὄκνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οκνός, ὀκνός

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄκνος οἱ ὄκνοι
      γενική τοῦ ὄκνου τῶν ὄκνων
      δοτική τῷ ὄκν τοῖς ὄκνοις
    αιτιατική τὸν ὄκνον τοὺς ὄκνους
     κλητική ! ὄκνε ὄκνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὄκνω
γεν-δοτ τοῖν  ὄκνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ὄκνος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ὄκνος, -ου αρσενικό

  1. αμφισβήτηση
  2. απραξία
  3. δισταγμός

Παράγωγα[επεξεργασία]

παράγωγα & σύνθετα με ὀκν-

Πηγές[επεξεργασία]