ορθοτομώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθοτομώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀρθοτομῶ[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oɾ.θo.toˈmo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ορ‐θο‐το‐μώ
Ρήμα[επεξεργασία]
ορθοτομώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθοτομώ
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ορθοτομώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)