πανστρατιᾷ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: πανστρατιά

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πανστρατιᾷ: (επιρρηματική δοτική) δοτική ενικού του πανστρατιά

Επίρρημα[επεξεργασία]

πανστρατιᾷ

  • (στρατιωτικός όρος) με όλο τον στρατό, πανστρατιά
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 55.3
    ἐν τούτῳ δὲ ὁ Πεδάριτος αὐτός τε καὶ τὸ περὶ αὑτὸν ἐπικουρικὸν ἔχων καὶ τοὺς Χίους πανστρατιᾷ προσβαλὼν τῶν Ἀθηναίων τῷ περὶ τὰς ναῦς ἐρύματι αἱρεῖ τέ τι αὐτοῦ καὶ νεῶν τινῶν ἀνειλκυσμένων ἐκράτησεν·
    Στο μεταξύ ο Πεδάριτος με τους μισθοφόρους του και ολόκληρο τον στρατό των Χίων, έκανε επίθεση στο περιτείχισμα των Αθηναίων που προστάτευε τα καράβια, κυρίεψε ένα μέρος του, καθώς και μερικά καράβια που ήσαν στην στεριά,
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

πανστρατιᾷ θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]