παροικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παροικώ < ελληνιστική κοινή παροικέω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική παροικέω < πάροικος

Ρήμα[επεξεργασία]

παροικώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]