πλήρωμα του χρόνου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
πλήρωμα του χρόνου
- η στιγμή που κάτι συμπληρώνεται, ολοκληρώνεται
- ↪έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για να δώσεις αυτά πού χρωστάς
- ↪για τον τάδε, ήγκικεν το πλήρωμα του χρόνου, είναι η ευκαιρία να αποδείξει τι αξίζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πλήρωμα του χρόνου