ποδαρόδρομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποδαρόδρομος < ποδάρι (< πόδι) + δρόμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποδαρόδρομος αρσενικό


Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]