πομπεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πομπεύς < πέμπω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πομπεύς αρσενικό

  1. ο προπομπός, ο οδηγός
  2. ο συνοδός
  3. (μεταφορικά) που βοηθά στο να φτάσει κάποιος κάπου
    οὖροι νηῶν πομπῆες (οι ούριοι άνεμοι βοήθησαν τα καράβια)