προσκοπικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσκοπικά < προσκοπικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
προσκοπικά
- με προσκοπικό τρόπο, με τον τρόπο των προσκόπων
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προσκοπικός
- → δείτε τη λέξη πρόσκοπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προσκοπικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του προσκοπικός