πρύμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
πρύμα
- (ναυτικός όρος) από ή προς την πρύμη
- πρύμα έχω τον καιρό
- το βάζω στα πρύμα (πρυμίζω)
- τον βλέπω πρύμα (βλέπω την πρύμη του),
- (μεταφορικά) περίφημα, πολύ καλά, ευνοϊκά
- ↪ οι δουλειές πάνε πρύμα
- ↪ μου έρχονται όλα πρύμα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πρύμα
|