πυριτιοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
πυριτιοποιώ
- (χημεία): δημιουργώ, ή απομονώνω άτομα πυριτίου από χημικές ενώσεις
- προσθέτω άτομα πυριτίου σε μια ουσία ή επιφάνεια, ιδιαίτερα σε οδοντικές εργασίες
- επιστρώνω μια επιφάνεια με στοιχεία πυριτίου
- καθιστώ χώρο επικίνδυνο σε αναπνοή με σκόνη διοξειδίου του πυριτίου, προκαλώντας πυριτίαση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πυριτιοποιώ
|