ραχάτ λουκούμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ραχάτ λουκούμ < (άμεσο δάνειο) τουρκική rahatι lokum < αραβική راحة (rāḥa, ξεκούραση, άνεση) + الحلقوم (Hulquum, λαιμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ραχάτ λουκούμ ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ραχάτ λουκούμ
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γλυκά (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)