ρεμπελεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ρεμπελεύω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ρεμπελεύω < ρέμπελος < βενετική rebelo ("επαναστάτης, ρέμπελος")[1]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρεμπελεύω
- ζω χωρίς να εργάζομαι, χωρίς να κάνω κάτι το κοινωνικά αποδεκτό, τεμπελιάζω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρεμπελεύω
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ρεμπελεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας