ρευστοποιούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρευστοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ρευστοποιώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ρευστοποιούμαι

  1. στο τρίτο πρόσωπο, από στερεός, γίνομαι ρευστός, υγρός ή αέριος
    το έδαφος ρευστοποιείται και αυτό έχει ως αποτέλεσμα γεωλογικά φαινόμενα
  2. στο τρίτο προσωπο, ενα κεφάλαιο γίνεται χρήμα, αλλάζει μορφή, π.χ. από ακίνητη περιουσία ή μετοχές μετατρέπεται σε χρήμα

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]