ροφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ροφώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥοφέω-[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾoˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρο‐φώ

Ρήμα[επεξεργασία]

ροφώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]