σκούζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκούζω < αρχαία ελληνική σκύζομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
σκούζω
- βγάζω σχετικά διαπεραστικές κραυγές
- και βέβαια σκούζει, αφού του πάτησες την ουρά (από σχετικό ανέκδοτο, λογοπαίγνιο με το ιταλικό scusi)
- (κατ’ επέκταση), (οικείο) κλαίω