συγκεντρωτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
συγκεντρωτικά < συγκεντρωτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
συγκεντρωτικά
- με συγκεντρωτικό τρόπο
- συνολικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκεντρωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
συγκεντρωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συγκεντρωτικό