συγκερνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκερνώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
συγκερνώ
- αναμειγνύω, συνδυάζω υγρά
- μετριάζω, υποστέλλω τη σφοδρότητα μιας ενέργειας ή ενός αποτελέσματος αναμιγνύοτας κάτι με κάτι άλλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκερνώ
|