τακτοποιούμαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τακτοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τακτοποιώ
Ρήμα[επεξεργασία]
τακτοποιούμαι
- βάζω τον εαυτό μου σε τάξη
- βάζω δικά μου αντικείμενα σε τάξη
- βολεύομαι
- (κατ’ επέκταση) βρίσκω δουλειά
- Τακτοποιήθηκε και ο Κωστάκης. Τον προσέλαβαν τελικά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τακτοποιούμαι