τραγικοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραγικοποιώ < τραγικός + -ποιώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tɾa.ʝi.ko.piˈo/

Ρήμα[επεξεργασία]

τραγικοποιώ (παθητικός τύπος: τραγικοποιούμαι)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]