υπολαμβάνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπολαμβάνω < αρχαία ελληνική ὑπολαμβάνω < ὑπό + λαμβάνω
Ρήμα[επεξεργασία]
υπολαμβάνω
- (αρχαιοπρεπές) εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ
- (αρχαιοπρεπές) διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπολαμβάνω
|