φασκιώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φασκιώνω < αρχαία ελληνική φασκιῶ < φασκία
Ρήμα
[επεξεργασία]φασκιώνω
- τυλίγω ένα βρέφος με φασκιές, το σπαργανώνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φασκιώνω | φάσκιωνα | θα φασκιώνω | να φασκιώνω | φασκιώνοντας | |
β' ενικ. | φασκιώνεις | φάσκιωνες | θα φασκιώνεις | να φασκιώνεις | φάσκιωνε | |
γ' ενικ. | φασκιώνει | φάσκιωνε | θα φασκιώνει | να φασκιώνει | ||
α' πληθ. | φασκιώνουμε | φασκιώναμε | θα φασκιώνουμε | να φασκιώνουμε | ||
β' πληθ. | φασκιώνετε | φασκιώνατε | θα φασκιώνετε | να φασκιώνετε | φασκιώνετε | |
γ' πληθ. | φασκιώνουν(ε) | φάσκιωναν φασκιώναν(ε) |
θα φασκιώνουν(ε) | να φασκιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φάσκιωσα | θα φασκιώσω | να φασκιώσω | φασκιώσει | ||
β' ενικ. | φάσκιωσες | θα φασκιώσεις | να φασκιώσεις | φάσκιωσε | ||
γ' ενικ. | φάσκιωσε | θα φασκιώσει | να φασκιώσει | |||
α' πληθ. | φασκιώσαμε | θα φασκιώσουμε | να φασκιώσουμε | |||
β' πληθ. | φασκιώσατε | θα φασκιώσετε | να φασκιώσετε | φασκιώστε | ||
γ' πληθ. | φάσκιωσαν φασκιώσαν(ε) |
θα φασκιώσουν(ε) | να φασκιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φασκιώσει | είχα φασκιώσει | θα έχω φασκιώσει | να έχω φασκιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις φασκιώσει | είχες φασκιώσει | θα έχεις φασκιώσει | να έχεις φασκιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει φασκιώσει | είχε φασκιώσει | θα έχει φασκιώσει | να έχει φασκιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε φασκιώσει | είχαμε φασκιώσει | θα έχουμε φασκιώσει | να έχουμε φασκιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε φασκιώσει | είχατε φασκιώσει | θα έχετε φασκιώσει | να έχετε φασκιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν φασκιώσει | είχαν φασκιώσει | θα έχουν φασκιώσει | να έχουν φασκιώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φασκιώνομαι | φασκιωνόμουν(α) | θα φασκιώνομαι | να φασκιώνομαι | ||
β' ενικ. | φασκιώνεσαι | φασκιωνόσουν(α) | θα φασκιώνεσαι | να φασκιώνεσαι | (φασκιώνου) | |
γ' ενικ. | φασκιώνεται | φασκιωνόταν(ε) | θα φασκιώνεται | να φασκιώνεται | ||
α' πληθ. | φασκιωνόμαστε | φασκιωνόμαστε φασκιωνόμασταν |
θα φασκιωνόμαστε | να φασκιωνόμαστε | ||
β' πληθ. | φασκιώνεστε | φασκιωνόσαστε φασκιωνόσασταν |
θα φασκιώνεστε | να φασκιώνεστε | (φασκιώνεστε) | |
γ' πληθ. | φασκιώνονται | φασκιώνονταν φασκιωνόντουσαν |
θα φασκιώνονται | να φασκιώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | φασκιώθηκα | θα φασκιωθώ | να φασκιωθώ | φασκιωθεί | ||
β' ενικ. | φασκιώθηκες | θα φασκιωθείς | να φασκιωθείς | φασκιώσου | ||
γ' ενικ. | φασκιώθηκε | θα φασκιωθεί | να φασκιωθεί | |||
α' πληθ. | φασκιωθήκαμε | θα φασκιωθούμε | να φασκιωθούμε | |||
β' πληθ. | φασκιωθήκατε | θα φασκιωθείτε | να φασκιωθείτε | φασκιωθείτε | ||
γ' πληθ. | φασκιώθηκαν φασκιωθήκαν(ε) |
θα φασκιωθούν(ε) | να φασκιωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω φασκιωθεί | είχα φασκιωθεί | θα έχω φασκιωθεί | να έχω φασκιωθεί | φασκιωμένος | |
β' ενικ. | έχεις φασκιωθεί | είχες φασκιωθεί | θα έχεις φασκιωθεί | να έχεις φασκιωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει φασκιωθεί | είχε φασκιωθεί | θα έχει φασκιωθεί | να έχει φασκιωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε φασκιωθεί | είχαμε φασκιωθεί | θα έχουμε φασκιωθεί | να έχουμε φασκιωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε φασκιωθεί | είχατε φασκιωθεί | θα έχετε φασκιωθεί | να έχετε φασκιωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν φασκιωθεί | είχαν φασκιωθεί | θα έχουν φασκιωθεί | να έχουν φασκιωθεί |