φοβερά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
φοβερά < φοβερός
Επίρρημα[επεξεργασία]
φοβερά
- εξαιρετικά, τόσο καλά που σχεδόν προκαλεί έκπληξη, καταπληκτικά
- Έσκισα στο τεστ. Τα πήγα φοβερά
- -Ηταν ωραία εκεί που πήγατε; Περάσατε καλά; -Φοβερά!
- σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ
- Καλό και όμορφο παιδί, αλλά φοβερά αργόστροφο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φοβερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φοβερό