φορτώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορτώνομαι (παθητική φωνή του ρήματος φορτώνω)

Ρήμα[επεξεργασία]

φορτώνομαι, πρτ.: φορτωνόμουν, στ.μέλλ.: θα φορτωθώ, αόρ.: φορτώθηκα, μτχ.π.π.: φορτωμένος

  1. σηκώνω βάρος
    Φορτώθηκε τις σακούλες με τα ψώνια.
  2. γίνομαι βάρος σε κάποιον
    Του φορτώθηκε για δέκα μέρες.

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]