χειροδράκων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- χειροδράκων αρσενικό
- δεινὸν γὰρ ἴχνος βάλλουσ᾽ ἐπὶ σοὶ χειροδράκοντες χρῶτα κελαιναί, δεινῶν ὀδυνῶν καρπὸν ἔχουσαι(Ηλέκτρα του Ευριπίδη)