χειροδράκων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χειροδράκων < χείρ και δράκων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χειροδράκων αρσενικό
  • εκείνος που έχει αντί για χέρια φίδια ή δράκους ή που έχει χέρια σαν του δράκοντα
  • δεινὸν γὰρ ἴχνος βάλλουσ᾽ ἐπὶ σοὶ χειροδράκοντες χρῶτα κελαιναί, δεινῶν ὀδυνῶν καρπὸν ἔχουσαι(Ηλέκτρα του Ευριπίδη)