δράκων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Κλιτή μορφή ουσιαστικού[επεξεργασία]
δράκων
- δράκος, στη γενική του πληθυντικού
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | δράκων | δράκοντε | δράκοντες |
Γενική | δράκοντος | δρακόντοιν | δρακόντων |
Δοτική | δράκοντι | δρακόντοιν | δράκουσι |
Αιτιατική | δράκοντα | δράκοντε | δράκοντας |
Κλητική | δράκον | δράκοντε | δράκοντες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δράκων < δέρκομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *derḱ- (βλέπω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δράκων αρσενικό