δράκων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]δράκων
- γενική πληθυντικού του δράκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δρᾰκοντ- | |||||
ονομαστική | ὁ | δράκων | οἱ | δράκοντες | |
γενική | τοῦ | δράκοντος | τῶν | δρακόντων | |
δοτική | τῷ | δράκοντῐ | τοῖς | δράκουσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | δράκοντᾰ | τοὺς | δράκοντᾰς | |
κλητική ὦ! | δράκον | δράκοντες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δράκοντε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δρακόντοιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'γέρων' όπως «γέρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δράκων, ήδη ομηρικό < μηδενική βαθμίδα δρακ- μεταπτωτική βαθμίδα για γην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *derḱ- (κοιτάζω έντονα)[1] (όπως και στο δέρκομαι). Για τα nt-θέματα, με την επίδραση του θέματος της ενεργητικής μετοχής σε -ντ (-ων, -οντος) δείτε τον Chantrain (1933:268[2]) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δράκων, -οντος αρσενικό (θηλυκό δράκαινα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις δρακ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ «δράκοντας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ §212, σελ.268 - Chantraine, Pierre (1933). La formation des noms en grec ancien. Paris.
Πηγές
[επεξεργασία]- δράκων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δράκων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γέρων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γέρων' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γέρων' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ερπετά (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)