χρυσοδένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χρυσοδένω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xɾi.soˈðe.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σο‐δέ‐νω
Ρήμα[επεξεργασία]
χρυσοδένω, αόρ.: χρυσόδεσα, μτχ.π.π.: χρυσοδεμένος
- δένω βιβλίο και γεμίζω το κάλυμμα του με κοσμήματα και χρυσά γράμματα
- κολλάω μέρη κοσμήματος με χρυσό
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρυσοδένω
|