ἀλείφω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  -ἀλείφω   ἀλείφομαι 
Παρατατικός  -ἤλειφον   ἠλειφόμην 
Μέλλοντας  -ἀλείψω   ἀλείψομαι & -ἀλειφθήσομαι 
Αόριστος  ἤλειψα   ἠλειψάμην & ἠλείφθην 
Παρακείμενος  -ἀλήλιφα   ἀλήλιμμαι 
Υπερσυντέλικος  -

 

 - 
Συντελ.Μέλλ.  -   - 

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀλείφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂leibʰ-

ἀλείφω μέσο ἀλείφομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνταξη

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]