επιχρίω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιχρίω < αρχαία ελληνική ἐπιχρίω < ἐπί + χρίω
Ρήμα[επεξεργασία]
επιχρίω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- επίχριση
- επίχρισμα
- επιχρισμένος
- επίχριστος
- → δείτε τις λέξεις επί και χρίω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιχρίω