ἀποκαθίστημι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀποκαθίστημι < ἀπό + κατά + ἴστημι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

ἀποκαθίστημι

  1. βάζω κάτι στην θέση του
  2. επαναφέρω, αποκαθιστώ, επανορθώνω, επανιδρύω