ἄνετος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄνετος < αρχαία ελληνική ἄνετος

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄνετος



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἄνετος < ἀνίημι

Επίθετο[επεξεργασία]

ἄνετος

  1. χαλαρωμένος
  2. αχαλίνωτος

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • ἄνεσις (χαλάρωση χορδής, ύφεση, ανάπαυση, τεμπελιά, πολύ ελεύθερη ερωτική συμπεριφορά)
  • ἀνετέον (: που πρέπει να το χαλαρώσει κάποιος)
  • ἀνίημι (χαλαρώνω, αφήνω, αναπέμπω)