ἐγκρατής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εγκρατής

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐγκρατής < ἐν + κράτος (δύναμη, ισχύς)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἐγκρατής, -ής, -ές

  1. ισχυρός, δυνατός
  2. που κρατάει κάτι γερά
  3. γερός, ανάπηρος
  4. που κατέχει κάτι
  5. ο κύριος του εαυτού του, αυτός που έχει αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση, εγκρατής

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883, σελίδα 406