ἐκπορνεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐκπορνεύω < ἐκ + αρχαία ελληνική πορνεύω < πόρνη < πέρνημι
Ρήμα[επεξεργασία]
ἐκπορνεύω
Δείτε επίσης : εκπορνεύω |
ἐκπορνεύω