ἡσσάομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ἡσσάομαι
- είμαι κατώτερος από κάποιον ή ασθενέστερος
- νικιέμαι
- υποχωρώ
- (νομικός όρος) χάνω τη δίκη